βραχυχρόνιος

βραχυχρόνιος
-ια, -ιο (AM βραχυχρόνιος, -ον)
σύντομης διάρκειας, ολιγοχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -χρόνιος < χρόνος (πρβλ. μακροχρόνιος, πολυχρόνιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραχυχρόνιος — of brief duration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρόνιος — α, ο αυτός που διαρκεί λίγο: Οι γιορτινές μέρες μού φαίνονται πάντα βραχυχρόνιες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυχρονιώτερον — βραχυχρόνιος of brief duration adverbial comp βραχυχρόνιος of brief duration masc acc comp sg βραχυχρόνιος of brief duration neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρόνιον — βραχυχρόνιος of brief duration masc acc sg βραχυχρόνιος of brief duration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρονιώτερος — βραχυχρόνιος of brief duration masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρονίου — βραχυχρόνιος of brief duration masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρονίους — βραχυχρόνιος of brief duration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρονίῳ — βραχυχρόνιος of brief duration masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρόνια — βραχυχρόνιος of brief duration neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυχρόνιε — βραχυχρόνιος of brief duration masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”